Ένας απολογισμός από τον ιστορικό Μ. Χατζόπουλο, στην Ακαδημία Αθηνών
Τι θα γινόταν αν ο Ιωάννης Μεταξάς είχε πει «ναι» στο ιταλικό
τελεσίγραφο, που του επιδόθηκε την 28η Οκτωβρίου 1940;
Στο παραπάνω ερώτημα εστιάστηκε ο ακαδημαϊκός και ιστορικός, Μιλτιάδης Χατζόπουλος, στην ομιλία που έδωσε απόψε κατά την πανηγυρική συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών για τον εορτασμό της επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940. Τίτλος της, «Τρία ελληνικά "ΟΧΙ" και οι συνέπειές τους: Ένας απολογισμός».
«Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά την έναρξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου υπάρχουν ακόμη Έλληνες που ερίζουν περί το αν ο Ιωάννης Μεταξάς ή ο ελληνικός λαός είπε το "Όχι". Ελάχιστοι όμως είναι εκείνοι που διερωτώνται αν η απόφαση του τότε πρωθυπουργού, που απηχούσε το σχεδόν πανελλήνιο αίσθημα, ήταν ορθή ή όχι και βάσει τίνων δεδομένων και τίνων συλλογισμών ελήφθη», σημείωσε ο κ. Χατζόπουλος, αναφερόμενος, μεταξύ άλλων, στα δυο «όχι» της ελληνικής ιστορίας -εκτός του Ι. Μεταξά-, που οδήγησαν σε επώδυνες καταστάσεις, οι οποίες όμως «διατήρησαν ζωντανή την προσήλωση στο ένδοξο παρελθόν» και κατέληξαν σε πεποιθήσεις που ενέπνευσαν αγώνες, όπως αυτόν του 1821.
Το πρώτο από τα «τρία ελληνικά όχι», σύμφωνα με τον ομιλητή, είναι του βασιλιά των Μακεδόνων, Περσέα, όταν τον Απρίλιο του 171 π. Χ. πληροφορήθηκε από τους απεσταλμένους του που επέστρεψαν από τη Ρώμη ότι «η απόφαση για την κήρυξη του πολέμου ήταν ουσιαστικά ήδη ειλημμένη από τη Σύγκλητο και τα προσχήματα είχαν ήδη επινοηθεί».
Τρία χρόνια και λίγους μήνες αργότερα, στις 22 Ιουνίου του 168 π. Χ., οι Μακεδόνες ηττήθηκαν στη Μάχη της Πύδνας, η οποία έχει αναγνωρισθεί ως κομβικό συμβάν «που επισφράγισε την κοσμοκρατορία των Ρωμαίων και την οριστική απώλεια ελευθερίας της Ελλάδος», όπως ανέφερε.
Το δεύτερο «όχι» έρχεται 16 αιώνες αργότερα. Είναι του Ιωάννη Παλαιολόγου ΙΑ΄ προς τον εκπρόσωπο του Μωάμεθ Β΄, ο οποίος έστειλε τελεσίγραφο, προτείνοντας την αποχώρηση του βυζαντινού αυτοκράτορα και των αρχόντων του, αφήνοντας πίσω τον λαό «σώο και αβλαβή», ειδάλλως η τύχη που τους περίμενε ήταν θάνατος και αιχμαλωσία.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο βασιλιάς με τους ελάχιστους συμπολεμιστές του θυσιάστηκε, «συνέβη δε αυτό τούτο που ο Μωάμεθ προανήγγειλε: ο βασιλεύς και οι μετ' αυτού άρχοντες απώλεσαν την ζωή και τα υπάρχοντά τους οι δε απλοί κάτοικοι της βασιλεύουσας αιχμαλωτίσθηκαν και διασκορπίσθηκαν σ' όλη τη γη», όπως τόνισε ο ομιλητής.
Ήταν δυνατόν να μην ήξερε τα παραπάνω ο Ι. Μεταξάς, ένας άνθρωπος «με αξιόλογη ιστορική παιδεία», διόλου «αστόχαστος ή με τυχοδιωκτικές τάσεις»; «Όχι», θεωρεί ο κ. Χατζόπουλος, μιλώντας για μια απόφαση που οδήγησε στα γνωστά, επώδυνα, αποτελέσματα: «Περί τους 335.000 νεκρούς ή 4,5% του πληθυσμού, αρπαγές και δημεύσεις περιουσιών, ολοκληρωτική σχεδόν καταστροφή υποδομών στο υλικό πεδίο που υπολογίζεται 7.000.000.000 δολλάρια προ του 1938, στα οποία θα πρέπει να προστεθεί το αναγκαστικό δάνειο ύψους 3.500.000.000 δολλάρια , που με τους τόκους συμποσούνται σήμερα σε 500.000.000.000 δολλάρια». Επιπλέον, σε βαρύτατες επιπτώσεις σε ηθικό επίπεδο, αλλά και σε βαριές απώλειες που ακολούθησαν με τον εμφύλιο πόλεμο.
Τι θα είχε συμβεί, όμως, αν είχε πει το «ναι»; «Η σύμπραξη και υποταγή στον 'Αξονα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, δηλαδή νίκης των Γερμανών και των συμμάχων τους, θα άφηνε την Ελλάδα όχι μόνον υπόδουλη, αλλά και ακρωτηριασμένη και ατιμασμένη από την εγκατάλειψη των Ελλήνων της Ηπείρου και της Θράκης σε ξένους ζυγούς.
Σε περίπτωση νίκης της Βρετανίας και των συμμάχων της δεν θα ήταν μόνο ατιμασμένη, αλλά θα διακινδύνευε και άλλους ακρωτηριασμούς προς όφελος είτε της Νοτιοσλαβίας, που διεκδικούσε κατά καιρούς τον λιμένα της Θεσσαλονίκης και της οποίας η νόμιμη κυβέρνηση είχε καταφύγει στο Λονδίνο, είτε και της Τουρκίας, η οποία παρέμενε ουδέτερη και θα διεκδικούσε ενδεχομένως τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Πέρα όμως από την αποτροπή των κινδύνων αυτών και από το πολύ απτό όφελος της προσαρτήσεως των Δωδεκανήσων, που είχε ορθά προβλέψει ο Μεταξάς, από τη νουνεχή επιλογή της Ελλάδος προέκυψε ένα τεράστιο ηθικό όφελος, που γίνεται κατανοητό μόλις συγκριθεί με την ηθική ζημία που υπέστη η Γαλλία από την αντίθετη επιλογή», σημείωσε ο ακαδημαϊκός, ο οποίος αναφέρθηκε εκτενώς στη γαλλική περίπτωση.
«Αντίθετα οι Έλληνες κατά την ίδια περίοδο, επιδόθηκαν στην ανασυγκρότηση της πατρίδας τους με την αυτοπεποίθηση και την υπερηφάνεια που τους ενέπνεε το ΟΧΙ του 1940, κοινό επίτευγμα σύσσωμου του έθνους, που απέπλυνε την ήττα του 1922. Η μοιραία 21η Απριλίου, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο και η στρεβλή μεταπολίτευση δεν επέτρεψαν στην αυτοπεποίθηση αυτή να μακροημερεύσει και επέφεραν νέους διχασμούς, απόδειξη ότι μια ορθή απόφαση δεν είναι επαρκής, αν δεν ακολουθείται από διηνεκή άσκηση συνετής πολιτικής. Το ΟΧΙ ήταν ο απαραίτητος, αλλά όχι και επαρκής όρος της επιτυχίας. Δεν θέλει μόνον τόλμη, αλλά και αρετή, πολιτική αρετή, η ελευθερία», κατέληξε.
Στο παραπάνω ερώτημα εστιάστηκε ο ακαδημαϊκός και ιστορικός, Μιλτιάδης Χατζόπουλος, στην ομιλία που έδωσε απόψε κατά την πανηγυρική συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών για τον εορτασμό της επετείου της 28ης Οκτωβρίου 1940. Τίτλος της, «Τρία ελληνικά "ΟΧΙ" και οι συνέπειές τους: Ένας απολογισμός».
«Εβδομήντα πέντε χρόνια μετά την έναρξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου υπάρχουν ακόμη Έλληνες που ερίζουν περί το αν ο Ιωάννης Μεταξάς ή ο ελληνικός λαός είπε το "Όχι". Ελάχιστοι όμως είναι εκείνοι που διερωτώνται αν η απόφαση του τότε πρωθυπουργού, που απηχούσε το σχεδόν πανελλήνιο αίσθημα, ήταν ορθή ή όχι και βάσει τίνων δεδομένων και τίνων συλλογισμών ελήφθη», σημείωσε ο κ. Χατζόπουλος, αναφερόμενος, μεταξύ άλλων, στα δυο «όχι» της ελληνικής ιστορίας -εκτός του Ι. Μεταξά-, που οδήγησαν σε επώδυνες καταστάσεις, οι οποίες όμως «διατήρησαν ζωντανή την προσήλωση στο ένδοξο παρελθόν» και κατέληξαν σε πεποιθήσεις που ενέπνευσαν αγώνες, όπως αυτόν του 1821.
Το πρώτο από τα «τρία ελληνικά όχι», σύμφωνα με τον ομιλητή, είναι του βασιλιά των Μακεδόνων, Περσέα, όταν τον Απρίλιο του 171 π. Χ. πληροφορήθηκε από τους απεσταλμένους του που επέστρεψαν από τη Ρώμη ότι «η απόφαση για την κήρυξη του πολέμου ήταν ουσιαστικά ήδη ειλημμένη από τη Σύγκλητο και τα προσχήματα είχαν ήδη επινοηθεί».
Τρία χρόνια και λίγους μήνες αργότερα, στις 22 Ιουνίου του 168 π. Χ., οι Μακεδόνες ηττήθηκαν στη Μάχη της Πύδνας, η οποία έχει αναγνωρισθεί ως κομβικό συμβάν «που επισφράγισε την κοσμοκρατορία των Ρωμαίων και την οριστική απώλεια ελευθερίας της Ελλάδος», όπως ανέφερε.
Το δεύτερο «όχι» έρχεται 16 αιώνες αργότερα. Είναι του Ιωάννη Παλαιολόγου ΙΑ΄ προς τον εκπρόσωπο του Μωάμεθ Β΄, ο οποίος έστειλε τελεσίγραφο, προτείνοντας την αποχώρηση του βυζαντινού αυτοκράτορα και των αρχόντων του, αφήνοντας πίσω τον λαό «σώο και αβλαβή», ειδάλλως η τύχη που τους περίμενε ήταν θάνατος και αιχμαλωσία.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο βασιλιάς με τους ελάχιστους συμπολεμιστές του θυσιάστηκε, «συνέβη δε αυτό τούτο που ο Μωάμεθ προανήγγειλε: ο βασιλεύς και οι μετ' αυτού άρχοντες απώλεσαν την ζωή και τα υπάρχοντά τους οι δε απλοί κάτοικοι της βασιλεύουσας αιχμαλωτίσθηκαν και διασκορπίσθηκαν σ' όλη τη γη», όπως τόνισε ο ομιλητής.
Ήταν δυνατόν να μην ήξερε τα παραπάνω ο Ι. Μεταξάς, ένας άνθρωπος «με αξιόλογη ιστορική παιδεία», διόλου «αστόχαστος ή με τυχοδιωκτικές τάσεις»; «Όχι», θεωρεί ο κ. Χατζόπουλος, μιλώντας για μια απόφαση που οδήγησε στα γνωστά, επώδυνα, αποτελέσματα: «Περί τους 335.000 νεκρούς ή 4,5% του πληθυσμού, αρπαγές και δημεύσεις περιουσιών, ολοκληρωτική σχεδόν καταστροφή υποδομών στο υλικό πεδίο που υπολογίζεται 7.000.000.000 δολλάρια προ του 1938, στα οποία θα πρέπει να προστεθεί το αναγκαστικό δάνειο ύψους 3.500.000.000 δολλάρια , που με τους τόκους συμποσούνται σήμερα σε 500.000.000.000 δολλάρια». Επιπλέον, σε βαρύτατες επιπτώσεις σε ηθικό επίπεδο, αλλά και σε βαριές απώλειες που ακολούθησαν με τον εμφύλιο πόλεμο.
Τι θα είχε συμβεί, όμως, αν είχε πει το «ναι»; «Η σύμπραξη και υποταγή στον 'Αξονα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, δηλαδή νίκης των Γερμανών και των συμμάχων τους, θα άφηνε την Ελλάδα όχι μόνον υπόδουλη, αλλά και ακρωτηριασμένη και ατιμασμένη από την εγκατάλειψη των Ελλήνων της Ηπείρου και της Θράκης σε ξένους ζυγούς.
Σε περίπτωση νίκης της Βρετανίας και των συμμάχων της δεν θα ήταν μόνο ατιμασμένη, αλλά θα διακινδύνευε και άλλους ακρωτηριασμούς προς όφελος είτε της Νοτιοσλαβίας, που διεκδικούσε κατά καιρούς τον λιμένα της Θεσσαλονίκης και της οποίας η νόμιμη κυβέρνηση είχε καταφύγει στο Λονδίνο, είτε και της Τουρκίας, η οποία παρέμενε ουδέτερη και θα διεκδικούσε ενδεχομένως τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Πέρα όμως από την αποτροπή των κινδύνων αυτών και από το πολύ απτό όφελος της προσαρτήσεως των Δωδεκανήσων, που είχε ορθά προβλέψει ο Μεταξάς, από τη νουνεχή επιλογή της Ελλάδος προέκυψε ένα τεράστιο ηθικό όφελος, που γίνεται κατανοητό μόλις συγκριθεί με την ηθική ζημία που υπέστη η Γαλλία από την αντίθετη επιλογή», σημείωσε ο ακαδημαϊκός, ο οποίος αναφέρθηκε εκτενώς στη γαλλική περίπτωση.
«Αντίθετα οι Έλληνες κατά την ίδια περίοδο, επιδόθηκαν στην ανασυγκρότηση της πατρίδας τους με την αυτοπεποίθηση και την υπερηφάνεια που τους ενέπνεε το ΟΧΙ του 1940, κοινό επίτευγμα σύσσωμου του έθνους, που απέπλυνε την ήττα του 1922. Η μοιραία 21η Απριλίου, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο και η στρεβλή μεταπολίτευση δεν επέτρεψαν στην αυτοπεποίθηση αυτή να μακροημερεύσει και επέφεραν νέους διχασμούς, απόδειξη ότι μια ορθή απόφαση δεν είναι επαρκής, αν δεν ακολουθείται από διηνεκή άσκηση συνετής πολιτικής. Το ΟΧΙ ήταν ο απαραίτητος, αλλά όχι και επαρκής όρος της επιτυχίας. Δεν θέλει μόνον τόλμη, αλλά και αρετή, πολιτική αρετή, η ελευθερία», κατέληξε.
newsbeast.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου