Αυτό δεν είναι ένα ακόμα ρεπορτάζ, με αριθμούς και κινδυνολογία, για τη χρήση του Internet από παιδιά. Είναι η ωμή πραγματικότητα που δείχνει και πώς γίνεται σωστά η δουλειά.
Η ιδέα που πρότεινε ο Δημήτρης Βάσσος (Head of Audience Development στην 24MEDIA) ήταν να ερευνήσουμε τη χρήση του Internet από παιδιά. Δηλαδή, αν ο ηλεκτρονικός υπολογιστής έχει εξελιχθεί όντως, σε σύγχρονη babysitter και εν πάση περιπτώσει, πόσο ανησυχητικά είναι τα ευρήματα των ερευνών, οι φόβοι που προκύπτουν για τους γονείς, μέτρα προφύλαξης και πότε τελικά, τίθεται θέμα εξάρτησης.
Αναζητήσαμε στο διαδίκτυο σχετικές έρευνες, πριν καταλήξουμε στο πού θα αποταθούμε. Σε μια, του London School of Economics and Political Science εντοπίσαμε την Λίζα Τσαλίκη, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο τμήμα Κοινωνικής και Πολιτικής Ανάλυσης της Επικοινωνίας, στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ.
Credit: University of Athens
Ήταν η επιστήμονας που ανέλαβε να διενεργήσει για την Ελλάδα χρηματοδοτούμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση έρευνα που διενεργήθηκε σε 33 χώρες (www.eukidsonline.net) για τη χρήση των νέων τεχνολογιών από παιδιά 9-16 ετών “EU Kids Online”.
Επικοινωνήσαμε μαζί της και δέχθηκε να μας συναντήσει. Πήγαμε στο γραφείο της, στο κέντρο της Αθήνας και πολύ σύντομα... αλλάξαμε προτεραιότητα. Ήταν όταν μας ενημέρωσε πως “στην Ελλάδα δεν υπάρχει δείγμα του τι συμβαίνει από τις ηλικίες 0-8 χρόνων, γιατί δεν υπάρχουν οι χρηματοδοτήσεις, ώστε να διενεργηθεί σχετική έρευνα”.
Κάπου εκεί καταλάβαμε πως πρώτα ενημερώνεσαι επί ενός θέματος, ώστε να το κατανοήσεις και να μη γίνει πρόβλημα και αν τυχόν έχει χαθεί αυτό το τρένο, μετά περνάς στις λύσεις. Στο πρώτο μέρος λοιπόν, της έρευνας επικεντρωθήκαμε στο να διαπιστώσουμε αν όντως υπάρχει πρόβλημα και αν ναι, ποιο είναι.
Στην ώρα που ακολούθησε είπαμε πολλά. Επί της ουσίας, διότι η κ. Τσαλίκη ήταν πρόθυμη να μας δώσει να καταλάβουμε πως ό,τι ζούμε τώρα με τα παιδιά και το internet, το ζούσε ο πλανήτης από την πρώτη τεχνολογική εξέλιξη. "Όσα ακούτε τώρα (για φόβους, κινδύνους κλπ) υπήρχαν από το 19ο αιώνα".
Όσοι προχωρήσετε στην ανάγνωση και είστε γονείς, θα προβληματιστείτε. Όχι όμως, για τους λόγους που περιμένετε. Ελάτε μαζί μας.
Ό,τι είναι σήμερα το internet, ήταν οι φθηνές αστυνομικές ιστορίες -για τα έφηβα αγόρια
“Αν γυρίσουμε προς τα πίσω το χρόνο, κάποιες από τις σημερινές ανησυχίες αντανακλούν κάποιες από τις παλαιότερες ανησυχίες για τα ΜΜΕ και τη δημοφιλή κουλτούρα. Αντίστοιχες ανησυχίες στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν το θέατρο, το Burlesque και τα “Penny Dreadfulls”. Mια στάση εδώ, αρχικά για να εξηγήσουμε πως “η τεχνολογία λαμβάνει υπ' όψιν ό,τι είναι κομμάτι της pop κουλτούρας. Άρα ό,τι απευθύνεται σε όλους”.
Πώς προσδιορίζεται όμως, η pop κουλτούρα; “Πρόκειται για ό,τι δεν είναι high culture. Υπάρχει αντιπαράθεση της υψηλής κουλτούρας με την ποπ κουλτούρα που πολλές φορές εξισώνεται με τη μαζική κουλτούρα και άρα γίνεται αντιληπτό ως κάτι ‘ευτελές’. Δεν είναι κλασική μουσική, μπαλέτο, όπερα, γενικά αυτό που στερεοτυπικά ορίζεται ως υψηλή τέχνη. Η pop κουλτούρα είναι η τηλεόραση, τα ‘trashy’ βιβλία (π.χ. τα κόμικς, η κουλτούρα του δρόμου (street culture)) τα videogames”.
"Τα “Penny Dreadfulls” ήταν ένα εκδοτικό φαινόμενο της βικτοριανής εποχής, που κόστιζαν μόλις 1 cent (1 μια πένα) και άρα όλοι είχαν πρόσβαση σε αυτά. Eπρόκειτο για φτηνές, συγκλονιστικές και εξαιρετικά εικονογραφημένες ιστορίες. Είχαν χαρακτηριστεί ως “φθηνής φαντασίας”, καθώς είχαν κάνει θραύση στην εργατική τάξη, που έως τότε δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά, κάποια μορφή της θεωρούμενης ως ‘υψηλής’ τέχνης -όλες προορίζονταν για τους έχοντες.
Αρχικά αφηγούνταν ιστορίες περιπέτειας (πειρατών και αυτοκρατόρων) και μεταγενέστερα είχαν ως κύριο θέμα το έγκλημα και την έρευνα εντοπισμού του θύτη. Κυκλοφορούσαν μια φορά την εβδομάδα και είχαν τεράστιο αναγνωστικό κοινό. Μεταξύ του 1830 και του 1850 υπήρχαν μέχρι και 100 εκδότες πεντάφυλλων μυθοπλασίας.
"Τα διάβαζαν νεαρά, έφηβα αγόρια και υπήρχε διάχυτη κοινωνική ανησυχία γύρω από τις (υποτιθέμενες) επιπτώσεις παρόμοιας κουλτούρας στις ‘αγνές παιδικές ψυχές’ – και ένας φοβος ότι αυτά τα αναγνώσματα θα παρακινουσαν τα νεαρά αγόρια (εργατικής τάξης) σε παραβατική ή εγληματική συμπεριφορά. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία πλήθους σωματείων και λεσχών (κυρίως χριστιανικής φύσης) που σκοπό είχαν να ‘σώσουν’ τα παιδιά από τις βλαβερές συνέπειες της (ελαττωματικής) ανάγνωσης.
Προκλήθηκε, λοιπόν, ένας από τους πρώτους ηθικούς πανικούς στην ιστορία της νεωτερικότητας. Η λογική ήταν πως “αν διαβάσουν τις ιστορίες εγκλήματος παιδιά, θα πάνε να κάνουν τα ίδια” και άρα με κάποιο τρόπο η πολιτεία και η κοινωνία έπρεπε να ρυθμίσει την ‘ελατωματική’ κατανάλωση των νεαρών.
Μετά ήλθαν τα comics
Ένας αντίστοιχος πανικός προκλήθηκε στη δεκαετία του '50, με τα comics. Πάλι, η λογική ήταν “τα comics που τα διαβάζουν κάποια νεαρά άτομα, συνήθως αγόρια, από χαμηλή κοινωνική τάξη, επηρεάζουν (αρνητικά) την ανθρώπινη συμπεριφορά – κατά συνέπεια, είχαμε εκ νέου κινητοποίηση αυτών των κοινωνικών στρωμάτων και φορέων που έχουν κατά νου τη διατήρηση του status quo και της τάξης.
Οτιδήποτε έρχεται ως αποτέλεσμα κάποιων τεχνολογιών-καινοτομιών αλλάζει τα μέχρι τότε δεδομένα. Συνήθως κάποια τεχνολογική καινοτομία διευκολύνει την πρόσβαση σε περιεχόμενο που έως εκείνη τη στιγμή ήταν πιο ρυθμισμένο και περιορισμένο”.
Έδωσε και ένα ακόμα παράδειγμα. Για την ακρίβεια, έδωσε πολλά. Τόσα που από ένα σημείο και έπειτα γίνεται ξεκάθαρο ότι ο πανικός για τη χρήση του Internet από παιδιά είναι έως και αχρείαστος. Σίγουρα δεν είναι πρωτότυπος και ακόμα πιο σίγουρα δεν είναι φαινόμενο που δεν έχει αντιμετωπίσει ξανά ο πλανήτης.
“Ο ερχομός του τηλεφώνου και του τηλέγραφου (1876), συνοδεύτηκε με παρόμοιες ανησυχίες και διστακτικότητα. Αν ψάξετε ιστορικά και βρείτε τις συζητήσεις που γίνονταν τότε, θα διαπιστώσετε πως η βάση ήταν η ίδια, με τις σημερινές ανησυχίες. Το σοκ που πέρασε η κοινωνία στη Βρετανία και την Αμερική ήταν τεράστιο. Ο κόσμος ανησυχούσε για πολλά πράγματα, για παράδειγμα για τις ασυμμετρίες των φύλων που ξαφνικά προέκυπταν.
Βλέπετε, έως τότε ήξεραν ποιος μιλάει με ποιον, σε σχέση με την κοινωνική τάξη και το φύλο. Άρα, υπήρχε κοινωνική ετικέτα που όριζε σαφέστατα και με διακριτά όρια τη θέση της κυρίας του καλού κόσμου σε σχέση με τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Άνδρες με γυναίκες, πώς θα μιλούσαν οι μεν στους δε. Όλα αυτά συζητιόντουσαν εκτενώς στον βιομηχανικό Τύπο της εποχής". Όλα αυτά είχαν διατυπωθεί στον Τύπο της εποχής.
Για παράδειγμα, "είχε εκφραστεί η ανησυχία για την αδυναμία ελέγχου στους τρόπους απεύθυνσης. Όταν δηλαδή, ένας άνδρας θα πάρει τηλέφωνο την ανύπαντρη κυρία. Και αν αυτός ο άνδρας είναι από εργατική τάξη και της μιλήσει, όχι με τον τρόπο που “πρέπει”; Και αν είναι νέγρος -γιατί τότε είχαμε ‘νέγρους’ και όχι μαύρους; Ουσιαστικά τότε θολωσαν τα όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου, πράγμα που επέφερε τεράστιους κλυδωνισμούς.
Μιλάμε για μια εποχή που οι γυναίκες της καλής κοινωνίας κυκλοφορούσαν με chaperones και όποιος ήθελε να τους μιλήσει, περνούσε πρώτα από τις συνοδούς. Επίσης, Υπήρχαν πολύ συγκεκριμένοι κανόνες συμπεριφοράς μέσα στην οικογένεια -μεταξύ συζύγων, μεταξύ γονιών και παιδιών κλπ.
Ένας από τους φόβους, λοιπόν, ήταν και ότι θα πάρουν κάποιοι άνδρες τηλέφωνο τις νεαρές γυναίκες, θα τις φλερτάρουν και... σοκ. Υπήρχε ολόκληρη συζήτηση, για προτάσεις γάμου που έγιναν μέσω του τηλεφώνου (άλλο σοκ), ή για το πώς θα κάμπτονταν η πατρική εξουσία και η εξουσία των γονέων μέσα στο σπίτι, μέσα από το τηλέφωνο.
Eπί παραδείγματι, κυκλοφορούσαν ιστορίες για το πώς κάποιες νεαρές γυναίκες παράκουσαν τον πατέρα τους και δέχτηκαν να συναντηθούν –και να τις φλερτάρει- κάποιος άνδρας που της πήρε τηλέφωνο, κάποιες μάλιστα ‘κλέφτηκαν’ κάτω από την μύτη του πατέρα, έχοντας συνεννοηθεί μέσω τηλεφώνου (…) Υπήρχε επίσης συζήτηση και για το πώς θα έπρεπε να είσαι ντυμένος, όταν απαντάς στην τηλεφωνική κλήση. Π.χ. Μπορούσες να απαντήσεις με το νυχτικό; Όχι. Έπρεπε να ντυθείς. Μια κυρία μπορούσε να απαντήσει από το δωμάτιο της; Αυτά τα διαβάζουμε σήμερα και μας φαίνονται αστεία, αλλά τότε ήταν τεράστια κοινωνικά ζητήματα”.
Ανέκαθεν όταν “χαλούσαν” τα κοινωνικά “κουτάκια” υπήρχε κοινωνική ανησυχία
Η κοινωνία δηλαδή, ένιωσε να αναδομείται με τρόπους που δεν γνώριζε μέχρι τότε, και δεν ήθελε, διότι ήταν ανεξέλεγκτοι. Και έως τότε υπήρχε πλήρης έλεγχος. “Όλες οι τεχνολογικές εξελίξεις άλλαζαν και συνεχίζουν να αλλάζουν ένα modus vivendi (τον τρόπο ζωής). Αμφισβητούσαν και αμφισβητούν κάποιες συμπεριφορές, που μέχρι τότε ήταν σε συγκεκριμένα “κουτάκια”. Όταν χαλούν τα “κουτάκια” υπάρχει μια ευρύτερη κοινωνική ανησυχία”.
Και για αυτό αντιμετωπίζουμε με επιφυλακτικότητα και συνάμα με εχθρικότητα την όποια εξέλιξη διαταράσσει τον τρόπο που ξέραμε έως τότε. “Μετά έχεις και τον ηθικό πανικό, πολλές φορές. Η συζήτηση -ας πούμε- για το πορνογραφικό περιεχόμενο, η οποία είναι βαθιά ιστορική συζήτηση και πάλι ξεκινάει εκείνη την εποχή και πάλι τα ίδια πράγματα έγιναν”.
Έργο του Raimonti
Ένα κομμάτι της δουλειάς της είναι και η κουλτούρα της πορνογραφίας “όπου κοιτώ και το ιστορικό κομμάτι. Υπήρχε πορνογραφική κουλτούρα, για πάρα πολλά χρόνια στην Ευρώπη της πρώιμης νεωτερικότητας -δεν προχωρώ στο τι συνέβαινε σε άλλες ηπείρους, με το kama sutra κλπ, γιατί είναι άλλη κουβέντα. Στον 13ο αιώνα, για παράδειγμα, υπήρχαν οι πόζες του Aretino”. Ο Pietro Aretino ήταν λογοτέχνης, ο οποίος έγραψε 16 σονέτα -ποιητικό είδος με σταθερή στιχουργική μορφή-, ένα για κάθε σκίτσο του Marcantonio Raimonti, Ιταλού χαράκτη, που είχε φυλακιστεί για χαράξεις άσεμνων παραστάσεων. Ο Aretino ανέλαβε να τον αθωώσει, πείθοντας τον Πάπα και στη συνέχεια εξέδωσε τη συλλογή που έγινε bestseller σε όλη την Ευρώπη.
Χωρίς πορνογραφική κουλτούρα, δεν θα υπήρχε Γαλλική Επανάσταση
Θα σκέφτεστε τι δουλειά έχει η πορνογραφία με το θέμα μας. Θα χρειαστεί να σκεφτείτε τα sexting (ανταλλαγή μηνυμάτων με σεξουαλικό περιεχόμενο, μεταξύ των νέων της σύγχρονης εποχής), αλλά και το γεγονός ότι όλα όσα διαβάζετε σε αυτό το κείμενο, είναι παράμετροι της ίδιας συζήτης που καταλήγουμε να κάνουμε στη δεκαετία 2000 για τα παιδιά.
“Αντίστοιχα πορνογραφικά έργα κυκλοφορούσαν τον 14ο, τον 15ο, τον 16ο αιώνα, σε Ολλανδία, Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία. Υπήρχε λογοτεχνική πορνογραφική κουλτούρα που ήταν ευρύταταδιαδεδομένη. Κυκλοφορούσε βέβαια λίγο πιο υπόγεια -όπως έλεγαν τότε “κυκλοφορεί “παντρεμένη”. Δηλαδή, τα διέθεταν οι πλανόδιοι πωλητές που έπαιρναν το κάρο και μετέφεραν την πραμάτειά τους από τη μια περιοχή, κοινότητα στο άλλο (“δεν είχαμε τότε κράτη”). Μέσα σε βιβλία (ιατρικά, θρησκευτικά) έκρυβαν σελίδες πορνογραφικού περιεχομένου (επρόκειτο για αφηγήματα που σκανδαλιζαν τις αισθήσεις, συχνά συνοδευόμενα και από κάποιες απεικονίσεις).
“Δεν κυκλοφορούσαν δηλαδή, κατ' ανάγκη ελεύθερα. Αυτό το περιεχόμενο το καταδίωκαν όχι γιατί ήταν πορνογραφικό, με την έννοια τη σημερινή -ως άσεμνο, με περιεχόμενο που θα έβλεπες και θα σοκαριζόσουν, γιατί ήταν ταμπού και αφού το έβλεπες θα πήγαινες να κάνεις σεξ, δεν υπήρχε αυτό το πράγμα. Το καταδίωκαν, γιατί οι πορνογράφοι θεωρούνταν αντικαθεστωτικοί. Υπήρχαν λοιπόν ποιήματα, αλλά και πεζά με εικονογράφηση που σκοπό ειχαν καθαρά αντικαθεστωτική δράση. Χαρακτηριστικά, έχει ειπωθεί πως στη Γαλλία δεν θα υπήρχε η Γαλλική Επανάσταση, αν δεν υπήρχε και η αντίστοιχη λογοτεχνική πορνογραφική κουλτούρα. Βλέπετε, ήταν κάτι σαν τη σημερινή επιθεώρηση. Κορόιδευαν τον Λουδοβίκο, γράφοντας “το πουλί του είναι μικρό, δεν σηκώνεται και πώς να μας κυβερνήσει ηγεμόνας που δεν μπορεί να ορίσει το πουλί του”.
Όλο αυτό γνώρισε τεράστια εξάπλωση, μεταφράστηκε σε αγγλικά, γαλλικά και ολλανδικά κυρίως. "Να σκεφτείτε πως το επιχείρημα για τη Γαλλική Επανάσταση είχε εφαρμογή και στη Ρωσία, όπου δεν υπήρχε εθνική λογοτεχνική πορνογραφική κουλτούρα -υπήρχαν μόνο τα μεταφρασμένα- και για αυτό άρχισε να έλθει ο εκδημοκρατισμός και η επανάσταση”.
Ένας πίνακας από rookery
Στα μέσα του 19ου αιώνα (1857), με την εξάπλωση των βικτοριανών εννοιών της ηθικής ψηφίστηκε στη Μεγάλη Βρετανία το Obscenity Act, νόμος που απαγόρευε τη δημοσίευση και τη διανομή σεξουαλικού περιεχομένου. “Ήταν η εποχή που υπήρχε σειρά τεχνολογικών εξελίξεων. Απέκτησαν για παράδειγμα, τις πρέσες που έδωσαν τη δυνατότητα να αναπαράξεις μεγάλες ποσότητες, σε χαμηλή τιμή. Άρα, μπορούσε να παραχθεί περιεχόμενο που ήταν εύκολα προσβάσιμο. Αυτό το περιεχόμενο κυκλοφορούσε στις πόλεις, που τότε αναπτύσσονταν. Ήταν στα μέσα του 19ου αιώνα που είχε γίνει η βιομηχανική επανάσταση, ο κόσμος παράτησε την ύπαιθρο και την αγροτική παραγωγή και πήγε στις πόλεις, για να δουλέψει σε εργοστάσια. Συνεπώς, αρχίσει να αναπτύσσεται η εργατική τάξη, που έμενε στις πόλεις και μάλιστα, υπό τραγικές συνθήκες. Μιλούν στη βικτωριανή Αγγλία για rookeries".
Η κυριολεκτική ερμηνεία του όρου είναι “αποικίες πιγκουίνων”, λόγω της συνήθειας που έχουν να ζουν ο ένας κολλητά στον άλλον. Μεταγενέστερα, μεταφράστηκε ως πυκνοκατοικημένη σειρά σπιτιών, σε φτωχογειτονιές, επειδή οι εργάτες ζούσαν ο ένας πάνω στον άλλον. “Θεωρείται ότι μέσα σε αυτή τη βρώμα και τη δυσωδία κυκλοφορούσε αυτό το περιεχόμενο που θα μόλυνε το σώμα και τη ψυχή τους, ήταν φθηνό και το έδινε ο ένας στον άλλον”. Σημείωση: στην πλειοψηφία οι εργάτες δεν ήξεραν γραφή και ανάγνωση.
“Παράλληλα, υπήρχε ήδη μια συζήτηση για το σεξουαλικό παιδί, η οποία είχε ξεκινήσει στον 18ο αιώνα, αλλά στον 19ο άλλαξε κατεύθυνση, με τα μεσαία στρώματα να ανησυχούσαν για την ηθική διαφθορά των ανθρώπων και των παιδιών καθώς έβλεπαν να μεγαλώνει το κομμάτι της εργατικής τάξης, με την εισροή όλου αυτού του κόσμου που έμενε στην πόλη. Οι ανησυχίες σχετίζονταν με ερωτήσεις όπως: “πού πηγαίνουμε;” ή “τι κουλτούρα καταναλώνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι;” ή “τι κάνει όλος αυτός ο κόσμος; Πού μένει, τι σκέφτεται;”.
Έως τότε η πορνογραφική κουλτούρα καταναλωνόταν από άνδρες και γυναίκες, όλων των κοινωνικών στρωμάτων. “Δεν τους αποθέωνε κάποιος, αλλά έκλειναν το μάτι, γιατί όλοι ήξεραν πως υπάρχει αυτή η κουλτούρα. Δεν διώκετο όμως, κανείς. Δεν υπήρχε η κατακραυγή, το σοκαριστικό”.
Το σεξουαλικό παιδί που έγινε διαβολικό παιδί
Θα διερωτάστε πώς τον 21ο αιώνα έχουμε γίνει πιο σεμνότυφοι από ό,τι ήταν οι άνθρωποι το 19ο αιώνα. “Όλα όσα βλέπουμε σήμερα και ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε την πορνογραφία (όπως έχει εξελιχθεί σήμερα) και φοβόμαστε για τα παιδιά ξεκίνησε τότε, οπότε είχαν τη μεσαία τάξη που εκδήλωνε ανησυχίες για την ηθική της κοινωνίας. Ένα κομμάτι της θεωρίας για το σεξουαλικό παιδί ήταν το “nature over nurture”, αν η φύση υπερισχύει του τρόπου που μεγαλώνει ένα παιδί. Αν υπήρχε δηλαδή, κάτι σεξουαλικό που ήταν έμφυτο στο παιδί. Αν αυτό ήταν καλό ή κακό ή ήταν κάτι που με τη σωστή διαπαιδαγώγηση θα μπορούσες να διαμορφώσεις;”.
Πιο πριν, στην εποχή του Διαφωτισμού (αρχές 18ου αιώνα) υπήρχε μεγαλύτερη ανεκτικότητα και απελευθέρωση στη σχέση του νεαρού ανθρώπου, του παιδιού, σε σχέση με τη φύση, την έννοια της σάρκας και του πειρασμού “το 19ο αιώνα υπήρχαν εκστρατείες για την ηθική, που είχαν ως βάση το εξής: το παιδί, από τη γέννησή του ήταν διαβολικό”.
Βάσει της εκκλησίας, είχε μέσα του την προπατορική αμαρτία, από τη βρώση του απαγορευμένου καρπού και την πτώση του πρώτου ανθρώπου “ως εκ τούτου, ό,τι είχε να κάνει με σαρκική επιθυμία, ορμή, σκέψη είναι κατακριτέο και πρέπει να τιθασευτεί. Υπήρχε η φοβία του αυνανισμού και κλινικοί γιατροί έβγαζαν βιβλία εκλαϊκευμένα, που διαπαιδαγωγούσαν τους γονείς, ως προς τη σωστή ανατροφή των παιδιών τους”.
Η διάχυτη κουλτούρα του 19ου αιώνα έλεγε πως για να αποφευχθούν τα... χειρότερα, οι γονείς έπρεπε να κάνουν στα παιδιά κρύα ντους, να τα έχουν νηστικά, να μην τους δίνουν κρέας ή νερό και αν χρειαζόταν να τους δένουν τα χέρια και τα πόδια με λουριά, το βράδυ που κοιμούνταν για να μην εκδηλωθεί η επιθυμία για αυνανισμό. “Όλα αυτά είχαν ως στόχο το ξερίζωμα της σεξουαλικής επιθυμίας που ήταν κάτι κακό και δεν έπρεπε να υπάρχει”.
Η γυναίκα και το παιδί δεν είχαν λογική σκέψη και άρα χρέος της κοινωνίας ήταν να... τους φροντίσει -αποφασίζοντας για αυτούς
Σε αυτήν την ατμόσφαιρα προέκυψε η τεχνολογική εξέλιξη που επέτρεπε την κυκλοφορία... ύποπτου περιεχομένου που διαμοιραζόταν μεταξύ των μελών της εργατικής τάξης. “Σκεφτείτε λοιπόν, την εποχή εκείνη που υπήρχε χριστιανική ηθική ως προς την τέχνη του ενάρετου βίου στη μεσαία τάξη -αυτή που καθόριζε ποια είναι η σωστή συμπεριφορά, η σωστή θηλυκότητα, η σωστή σεξουαλικότητα-, να προκύπτει το -φθηνό- πορνογραφικό υλικό, που συνέπεσε και με τον καθορισμό των δυο φύλων, αλλά και με μια σειρά από επιχειρήματα επιστημόνων (κρανιολόγων, φρενολόγων κλπ) που μελετούσαν τα κρανία και τους σκελετούς λευκών και μαύρων -των ‘νέγρων’ τότε -και γενικώς των ‘βαρβάρων’-, για να καταλάβει τη ‘θέση’ των ανθρώπων”. Σε κάθε περίπτωση ο λευκός άνδρας θεωρούνταν ο ανώτερος όλων.
"Έχεις λοιπόν, μια ευρύτερη συζήτηση που βάζει τις γυναίκες στο κατώτατο επίπεδο κοινωνικής διαστρωμάτωσης, δίπλα στους μαύρους –που τους είχαν σχεδόν εξισώσει με την έννοια του ζώου-, δίπλα στα παιδιά και στους εγκληματίες".
Έως τότε το παιδί δεν αναγνωριζόταν ως πολίτης -δεν είχε δικαιώματα. “Στο μυαλό λοιπόν, των γιατρών, των διανοούμενων και των πολιτικών ελίτ, όλοι αυτοί συγκροτούσαν μια ‘μάζα’ που ‘κινδύνευε’ από πολλά πράγματα. Κατ' αρχάς από τον εαυτό τους, καθώς έκριναν πως δεν είχαν τη λογική σκέψη και άρα τη δυνατότητα να ελέγξουν τις επιθυμίες τους και να αναγνωρίσουν τι είναι καλό γι’ αυτούς.
Άρα θεωρούνταν χρέος της υπόλοιπης κοινωνίας να τους φροντίσει, ώστε να λάβουν τη σωστή παιδεία που θα τους κάνει σωστούς πολίτες, οι οποίοι θα ξέρουν ποια είναι η θέση τους μέσα στο κοινωνικό σύνολο”. Μεταξύ όλων αυτών των συζητήσεων περί ηθικής ήταν το “αν οι γυναίκες έχουν σεξουαλική επιθυμία ή όχι. Επικράτησε πως δεν έχουν, διότι ο ρόλος τους είναι καθαρά αναπαραγωγικός”.
Κατ' αναλογία “υπήρχαν φόβοι πως τα παιδιά της εργατικής τάξης κατανάλωναν τα προϊόντα μιας κουλτούρας που τα έθετε σε κίνδυνο’’. Πώς; Όπως έλεγαν, ‘είχαν ήδη δει πως αυτά τα παιδιά δεν έχουν κρίση, κυριεύονται από τη φύση τους και όχι τη λογική και άρα κινδυνεύουν περισσότερο’. Κατά συνέπεια, θεωρούνταν χρέος της ευρύτερης κοινωνίας να τους μάθει «ποια είναι τα αποδεκτά προϊόντα κουλτούρας (η ‘υψηλή κουλτούρα’) και να τους βάλει στο σωστό δρόμο".
Και τότε ήταν που η πορνογραφία απέκτησε την έννοια που έχει σήμερα: του άσεμνου περιεχομένου που διεγείρει τη σεξουαλική επιθυμία. Όπως διαβεβαίωσε η κ. Τσαλίκη η λογική αυτή επικρατεί και σήμερα, εξ ου και υπάρχουν πολλοί έλεγχοι ως προς το πώς διατυπώνονται σχετικές ερωτήσεις στα ερωτηματολόγια των ερευνών. Κατά τρόπο... που να μη βάλει σε σκέψεις το παιδί να κάνει αυτά, για τα οποία του μιλούν. Πόσο δίκαιο είναι να αντιμετωπίζετε κατ' αυτόν τον τρόπο το παιδί σας;
Από τον 19ο αιώνα υπήρχε φόβος πώς θα αντιδράσουν τα παιδιά, όταν εκτεθούν σε ακατάλληλο περιεχόμενο
“Για ένα μεγάλο διάστημα μεταξύ 13ου και 17ου αιώνα, ειδικά στην Ευρώπη, ο κόσμος δεν ζούσε σε σπίτια με δωμάτιο γονιών, δωμάτιο παιδιών, κλειστές πόρτες κλπ. Ο χώρος ήταν ένας και ενιαίος για όλους. Άρα τα παιδιά έβλεπαν σεξ, ενώ όταν έβγαιναν από το σπίτι έβλεπαν βία, βασανιστήρια, εκτελέσεις, εμπειρίες που αποτελούσαν την καθημερινότητά τους, είχαν μια κανονικότητα. Για πάρα πολλά χρόνια, δεν υπήρχε περιεχόμενο κατάλληλο για παιδιά, όπως υπάρχει σήμερα, γιατί δεν υπήρχε η έννοια του παιδιού”.
Για πολλούς αιώνες τα παιδιά, από την ηλικία των 7 χρόνων “θεωρούνταν μικροί άνθρωποι. Έμπαιναν στη δουλειά, πήγαιναν στους αγρούς, έσκαβαν στα ορυχεία. Ήταν αναλώσιμοι. Δεν υπήρχε καν η έννοια “παιδικό βιβλίο” ή “παιδικό ρούχο”. Αυτά προέκυψαν από τον 18ο αιώνα και μετά, από όταν προέκυψε η κατασκευή και η διαμόρφωση των δυο φύλων. Οι γυναίκες στην ιδιωτική σφαίρα, οι άνδρες στη δημόσια σφαίρα. Η ενάρετη, ηθική γυναίκα έπρεπε να έχει συγκεκριμένη συμπεριφορά, η γυναίκα που κυκλοφορούσε στο δρόμο -και δεν συνοδευόταν από κάποιον- ήταν η γυναίκα ‘του δρόμου’”.
Συνεπώς, ο τρόπος που μιλούν οι επιστήμονες σήμερα για τα παιδιά και τη γυναίκα έχουν τις ρίζες τους στα μέσα του 18ου αιώνα και “είναι απόρροια της βιομηχανικής επανάστασης και των θεσμών που δημιουργήθηκαν τότε. Ένας ήταν και αυτός της οικογένειας”.
Άπαξ λοιπόν, και προέκυψε ο θεσμός της οικογένειας, οι ειδικοί (οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ελίτ που έπαιρναν τις αποφάσεις) εστίασαν στη ρυθμιστικά μέτρα που θα διαμόρφωναν την ‘ιδανική’, ενάρετη οικογένεια. Το μόνο ξεκάθαρο ήταν πως “οι αξίες που θα έδιναν έπρεπε να οι σωστές, δηλαδή οι χριστιανικές αξίες”.
Η δημιουργία της έννοιας της παιδικότητας
Με τη συγκυρία της δημιουργίας του θεσμού της οικογένειας, αναδείχθηκε και η έννοια του “παιδιού” , όπως τη ξέρουμε σήμερα. “Την ίδια περίοδο αναδύεται η παιδική ηλικία και η έννοια της παιδικότητας. Καταργείται, σε επίπεδο κρατών, η παιδική εργασία και θεσπίζεται η υποχρεωτική σχολική εκπαίδευση. Ως εκ τούτου, ένα κομμάτι του πληθυσμού θα είχε πια πρόσβαση στη γνώση. Δηλαδή, στη γραφή και την ανάγνωση. Συνεπώς, το πολύ φθηνό περιεχόμενο που υπάρχει πλέον η τεχνολογική δυνατότητα να αναπαραχθεί εύκολα, πλέον είναι προσβάσιμο και στα παιδιά -που μπορούν να διαβάσουν. Έτσι, γίνεται προσιτό σε όλους”.
Με τη σειρά τους, η αντίδραση της μεσαίας και της ανώτερης τάξης "ήταν να εδραιώσουν την κουλτούρα των “κρυφών συλλογών’’. Έβαλαν πίσω από κλειστές πόρτες μια σειρά από καλλιτεχνήματα και αριστουργήματα, βιβλία, πίνακες, μελανόμορφα αγγεία κλπ, με ερωτικές αναπαραστάσεις -και έως τότε δεν υπήρχε άγχος ως προς το ποιοι έχουν πρόσβαση σε αυτά, γιατί ήταν οι λίγοι- σε αίθουσες. Εξηγούσαν πως επειδή εκείνοι είχαν την παιδεία να καταναλώνουν το εν λόγω υλικό, όφειλαν να το κρύψουν από όσους δεν γνώριζαν πώς να το διαχειριστούν... για να τους προφυλάξουν. Πρόσβαση είχαν μόνο οι αριστοκράτες, μόνο όσοι ‘ήξεραν'. Και στο Λούβρο και στο Βρετανικό Μουσείο υπάρχουν σχετικές συλλογές".
Από τότε τι νομίζετε πως άλλαξε; Μόνο ο αριθμός των τεχνολογικών ανακαλύψεων “που έδιναν περισσότερο περιεχόμενο. Για παράδειγμα, το ραδιόφωνο”.
Τα προβλήματα που προέκυψαν ήταν τα ίδια: πώς θα χρησιμοποιείτο το ραδιόφωνο, ποιος θα το άκουγε. “Στην αρχή, τη δεκαετία του '20, υπήρχε λίγο περιεχόμενο. Υπήρχε ας πούμε, το BBC. Στα “πρέπει” ήταν οι σιωπές -οι ώρες που δεν ακούγεται τίποτα, γιατί είναι η στιγμή που ο γονιός πάει το παιδί του να κοιμηθεί και άρα δεν πρέπει να υπάρχει κάτι που να του αποσπά την προσοχή προς το παιδί. Η μουσική που ακουγόταν έπρεπε να εξυπηρετεί κάποιους συγκεκριμένους σκοπούς. Άρα έπρεπε να είναι κλασική μουσική και όχι jazz που ήταν των νέγρων, των χιμπατζήδων, των ουραγκοτάγκων (όπως έλεγαν) που προκαλούσε, με το σώμα να λικνίζεται αισθησιακά στο ρυθμό”.
Η jazz μουσική ήταν επίσης, κουλτούρα γύρω από την οποία υπήρξε τεράστια κοινωνική ανησυχία
“Τα ίδια ερωτήματα με τις υπόλοιπες πτυχές της κουλτούρας είχαν προκύψει από τη μεσαία και υψηλή τάξη για τη jazz: ποιος την ακούει; Τι σημαίνει; Ποια μηνύματα περνά; Κουνιέσαι; Άρα εκφράζεις ερωτική επιθυμία και γίνεσαι επιθυμητός από τους άλλους. Επίσης, υπήρχε η άποψη πως οι ‘νέγροι’ -όπως αναφέρονταν τότε οι μαύροι- ήταν σεξουαλικά ‘ζώα’ και είχαν αυτή τη γρήγορη μουσική, μέσω της οποία θα μετέδιδαν τις δικές τους αξίες στο δικό μας πολιτισμό, με συνέπεια να διαφθείρουν τις αξίες των λευκών. Είχαν γίνει τεράστιες κουβέντες, στην Αγγλία, στην Ολλανδία και αλλού”.
Κάπως έτσι, αποκλείστηκε το συγκεκριμένο είδος μουσικής από το πρώτο ραδιόφωνο “καθώς είχαν κρίνει πως ο κόσμος, οι μάζες που δεν ήξεραν τι έπρεπε να ακούσουν, έπρεπε να εκπαιδευτούν στο να ακούν κλασική μουσική”. Έτσι ξεκίνησε το εκπαιδευτικό περιεχόμενο των Μέσων.
Οι σαπουνόπερες δημιουργήθηκαν για να εκπαιδεύουν τα Μέσα τον κόσμο -που δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει
“Οι πρώτες σαπουνόπερες (1920) προέκυψαν στην Αμερική και είχαν ως στόχο να εκπαιδεύσουν τις γυναίκες-νοικοκυρές στην καινούργια καταναλωτική κοινωνία που αφορούσε και άλλες εξελίξεις της τεχνολογίας. Είχαν πια σαπούνια, υφάσματα, μπάνια, θερμοσίφωνες, κεντρικό υδραυλικό σύστημα κλπ.”. Για να γίνουν μοντέρνοι πολίτες έπρεπε να αγοράσουν όλα τα παραπάνω.
Αλλά επειδή δεν ήξεραν πώς να τα χρησιμοποιούν -ώστε να 'χουν και τα παιδιά τους καθαρά, να είναι ‘όπως όφειλαν να είναι’ γιατί διαφορετικά η κοινωνία θα τους κατέκρινε- έπαιρναν τη βοήθεια του ραδιοφώνου. Εκεί παρείχαν οι πολυεθνικές εταιρίες στις οποίες ανήκαν τα νέα προϊόντα, τις σαπουνόπερες, που είχαν ως στόχο να δημιουργήσουν νέες ανάγκες και να παρέχουν χρηστικές οδηγίες. Μετά αυτό μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση και τελικά, οι σαπουνόπερες έγιναν ξεχωριστό είδος, αυτό που ξέρουμε από τη δεκαετία του '50 και μετά”.
Τη δεκαετία του '60 εμφανίστηκε η τηλεόραση και για να μην σας κουράζω, πάλι διατυπώθηκαν τα γνωστά ερωτήματα. “Τα περιοδικά που κυκλοφορούσαν για να σε ενημερώνουν πώς είναι ο σωστός κήπος, το σωστό, λαμπερό, ντιζαϊνάτο σπίτι κλπ, άρχισαν να ενσωματώνουν την ευρύτερα ανησυχία για το τεράστιο κουτί που είχε μπει στα σπίτια... για να κάνει τι; Πώς άλλαζε το σπίτι και δεδομένου ότι έως τότε ο κόσμος πήγαινε στον κινηματογράφο; Ποιος μπορούσε να ελέγξει την ανάπτυξη του -φθηνού- περιεχομένου της τηλεόρασης και πού θα απευθυνόταν αυτό; Και εν πάση περιπτώσει... πού θα έμπαινε στο σπίτι; Σε ποιο σημείο; Θα φαινόταν;”, γιατί δεν ήταν πρέπον να φαίνεται παρουσία καλεσμένων και για αυτό κυκλοφορούσε σε συσκευασία ντουλάπας.
Το άγριο θηρίο που έπρεπε να εξημερωθεί και η σχολή των επιδράσεων
Η βιβλιογραφία εκείνης της εποχής εστίασε στις οδηγίες προς τις νοικοκυρές, για το πώς θα διαχειρίζονταν το μεγάλο κουτί που είχε προστεθεί στα σπίτια και φάνταζε ως ‘θηρίο’. “Στις πρώτες ανησυχίες άνηκε και το αν έπρεπε τα παιδιά να βλέπουν τηλεόραση, αλλά και πώς θα τους επηρέαζε το περιεχόμενο”.
Είμαστε σε εποχή που το παιδί έχει αναγνωριστεί ως ξεχωριστή οντότητα. Στη δεκαετία του '60 υπήρξε για πρώτη φορά, η επιστημονική ενασχόληση με το “τι είναι η τηλεόραση και τι κάνει σε αυτούς που την παρακολουθούν”.
Η σχολή των επιδράσεων που κρατά μέχρι σήμερα
Τότε έγιναν οι πρώτες μελέτες, από τη σχολή σκέψης για τις επιδράσεις των ΜΜΕ, η οποία είχε ξεκινήσει από το 1920, από τη σχολή της Φρανκφούρτης. “Ήταν κάποιοι Γερμανοί διανοητές που είχαν φύγει από την ανερχόμενη ναζιστική Γερμανία και βρήκαν άσυλο στις ΗΠΑ και παρατηρούσαν πώς λειτουργεί το ραδιόφωνο ως εργαλείο προπαγάνδας.
Προέτασσαν τη σχολή της μαζικής κοινωνίας όπου ο κόσμος είναι απαξιωμένος, απαλλοτριωμένος, ο ρόλος χειραγώγησης που διαδραματίζουν οι πολιτιστικές βιομηχανίες -κυρίως αναφέρονταν στο ραδιόφωνο και στον κινηματογράφο που ήταν στις αρχές του δημιουργούσαν μια μαζική κουλτούρα που ισοπέδωνε και ομογενοποιούσε τον κόσμο και τον έκανε υποχείριο συγκεκριμένων πολιτικών και οικονομικών ελίτ".
Η pop κουλτούρα... κατέστρεφε το κράτος
Αυτή η αντίληψη αφορούσε τα παιδιά, για ένα διάστημα τις γυναίκες και, ακόμα και σήμερα, τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Η σχολή σκέψης για τις επιδράσεις των ΜΜΕ άρχισε να κατακρίνεται τη δεκαετία του '90, αλλά κάποιες θέσεις της έχουν ισχύ έως σήμερα. “Κάποιοι από τους ακαδημαϊκούς κοιτάμε πιο πίσω από το σημείο που ξεκινά η Σχολή των Επιδράσεων. Φτάνουμε έως το 1870, ενσωματώνοντας το θέατρο, το burlesque, τα ρομαντικά μυθιστορήματα”. Ναι, και για αυτά υπήρχαν αντιδράσεις. “Ήταν η pop κουλτούρα της εποχής, που εμπεριείχε μηνύματα που θεωρούνταν κακά και καταστροφικά για εκείνους που τα διάβαζαν”.
Τα ρομαντικά μυθιστορήματα λοιπόν “διώκονταν ως πορνογραφικά και ήταν κατακριτέα, γιατί εξωθούσαν τις γυναίκες σε ερωτικές σκέψεις και άρα σε σχέσεις εκτός γάμου και πιθανότατα στο διαζύγιο. Εφόσον συνέβαινε αυτό, θεωρείτο ότι καταστρεφόταν ο θεσμός της οικογένειας, άρα η κοινωνία και τελικά το κράτος. Αυτή ήταν η ρητορική της εποχής όταν πλέον είχε αρχίσει και η συζήτηση για την αντισύλληψη και το διαζύγιο, πράγματα σοκαριστικά για την εποχή”.
Πλέον οι θεωρίες της Σχολής των Επιδράσεων, κρίνονται ως ξεπερασμένες, με πρώτη αυτή της καλλιέργειας προτύπων. Δηλαδή “παρακολουθείς μεγάλους πληθυσμούς, για μεγάλο χρονικό διάστημα και παρατηρείς πώς αλλάζει η συμπεριφορά τους, αν παρακολουθούν δυο περιεχόμενα στην τηλεόραση. Τόσος κόσμος που βλέπει τηλεόραση, τι βλέπει; Και αν υπάρχει βία στην τηλεόραση, αναπαράγεται; Είχε ήδη αρχίσει να συζητιέται από τα μέσα του '50 τι συμβαίνει όταν τα παιδιά βλέπουν τηλεόραση και... πού μπαίνει η συσκευή στο σπίτι, όπως διαμορφώνονται οι σχέσεις και ποιος θα 'χει προτεραιότητα. Και αν ο άνδρας θέλει να δει το τάδε πρόγραμμα και η γυναίκα το δείνα; Είχαν γίνει πολύ μεγάλες κουβέντες, για την αρμονία της οικογένειας, σε σχέση με την τηλεόραση”.
Όλα αυτά διήρκεσαν δυο δεκαετίες, έως τη δεκαετία του '80, όταν ο κόσμος απέκτησε το video, τις βιντεοκασέτες και τα βιντεοπαιχνίδια. Που απευθύνονται σε παιδιά. “Tότε στη Βρετανία είχε προκύψει η ιστορία του James Bulger”, ενός παιδιού από το Merseyside, ο οποίος είχε απαχθεί, βασανιστεί και χτυπηθεί μέχρι θανάτου, όταν ήταν 2 χρόνων, από δυο 10χρονα αγόρια.
"Είχαν γίνει τεράστιες συζητήσεις, ως προς το κατά πόσο τα παιδιά που έκαναν το έγκλημα είχαν επηρεαστεί από το Child's Play”, κινηματογραφική τριλογία, γνωστή στη χώρα μας ως “Η Κούκλα του Σατανά”. Ο τρόπος που είχε δολοφονηθεί ο Bulger παρέπεμπε σε σκηνές της ταινίας. “Αυτό έγινε επί εποχής Margaret Thatcher. Σε ένα πλαίσιο law and order, της ασφάλειας και της τάξης στο κράτος της κυβέρνησης της, η Elisabeth Wilson έθεσε θέμα στο βρετανικό κοινοβούλιο για τους λόγους που σκοτώθηκε το αγοράκι, καταλήγοντας στο ότι έφταιγε η τηλεόραση”.
Τα παιδιά εκλαμβάνονταν ως αμοιβάδα, ανόητα, χωρίς κρίση
Ακολούθησε τεράστια ακαδημαϊκή συζήτηση “και στη δεκαετία του '90 προέκυψε ο αντίλογος στη Σχολή των Επιδράσεων – που υποστήριζαν ότι αναπαράγουμε αυτό που βλέπουμε στην οθόνη. Το μεγαλύτερο πρόβλημα σε αυτές τις τοποθετήσεις ήταν η μονοδιάστατη αντίληψη της κατάστασης. Βλέπουν τα πάντα με σχήμα “αίτιο- αιτιατό”. Δηλαδή, επειδή βλέπεις τηλεόραση, τότε θα κάνεις αυτό που βλέπεις. Αυτό ωστόσο, σημαίνει πως οι αποδέκτες -στη δική μας περίπτωση τα παιδιά- δεν έχουν κριτική σκέψη. Είναι α-νόητα, δεν έχουν κρίση και είναι παθητικοί δέκτες του μηνύματος, χωρίς να προβάλλουν κάποια αντίσταση”.
Το '90 ζητήθηκε -επιτέλους- η γνώμη του κοινού
Τη δεκαετία του '90 ήταν που δημιουργήθηκε η σχολή σκέψης των Πολιτισμικών Σπουδών, αυτό που στα αγγλικά αποκαλούμε Cultural Studies “μια νεομαρξιστική σχολή που έστρεψε την προσοχή στη μελέτη των ακροατηρίων. Μελέτησε την pop κουλτούρα, την κουλτούρα της καθημερινότητας, συζήτησε την ιδεολογία που ενυπάρχει στο περιεχόμενο των ΜΜΕ. Στις αρχές όμως του '90 οι πρώτοι υποστηρικτές αυτής της σχολής είπαν πως για να καταλάβουν πώς λειτουργεί η τεχνολογία και η pop κουλτούρα, θα ήταν χρήσιμο να μιλήσουμε με τα ακροατήρια. Αλλιώς τα συμπεράσματα θα ήταν αυθαίρετα. Σκέφτονταν πως “εμείς οι αυθεντίες, οι καθηγητές δεν μπορούμε να ξέρουμε την επίδραση της τηλεόρασης στα ακροατήρια, αν δεν ρωτήσουμε. Αυτή ήταν η πρώτη αντίθεση και η πρώτη κριτική στην παντοδύναμη, έως τότε, Σχολή των Επιδράσεων”... που κυριαρχούσε για διάστημα μεγαλύτερο του αιώνα.
“Έγιναν οι πρώτες προσπάθειες συζητήσεων με ακροατήρια. Άλλοτε έμπαιναν στα σπίτια των ανθρώπων και μελετούσαν πώς παρακολουθούσαν το τηλεοπτικό περιεχόμενο, τι συμβαίνει μέσα στην οικογένεια, τη δυναμική της οικογένειας, το ρόλο της γυναίκας, καθώς και ποιος χάνει την παρακολούθηση τηλεόρασης, που συνήθως ήταν η μαμά που πρέπει να μαγειρέψει το βράδυ και να κοιμίσει τα παιδιά. Έτσι είδαν πως δεν είναι το περιεχόμενο κάτι που λειτουργεί μονοσήμαντα. Δεν ερχόταν δηλαδή, το περιεχόμενο να μπει στο κεφάλι σου, να σε κατακυριεύσει και να κάνεις ό,τι έχεις δει, όντας ανήμπορος να αντιδράσεις. Ό,τι δλδ σε κάνει ζόμπι, αντίληψη που επίσης, κυκλοφορούσε από τη Σχολή των Επιδράσεων (zombie hypothesis)”.
Η Σχολή των Πολιτισμικών Σπουδών αγκάλιασε τις επόμενες τεχνολογίες. “Στις αρχές του '90 συζητάμε για το video. Μετά αναλύουμε τα ακροατήρια (άνδρες, γυναίκες, ηλικιωμένους), ακολουθεί το συγκεκριμένο εθνικό περιεχόμενο-η εξειδίκευση- και κοντά στις αρχές του 2000 μπαίνουν και τα νέα άτομα. Αυτό συμβαίνει παράλληλα και με την εμφάνιση του υπολογιστή”.
Οι πρώτες συζητήσεις αφορούσαν το “πού βρίσκεται ο υπολογιστής μέσα στο σπίτι, σε ποιο σημείο μπαίνει -όταν ήταν ένας. Ειδικά στα βρετανικά σπίτια, όπου γίνονταν οι έρευνες, ήταν κάτω από τη σκάλα, ένα μικρό γραφείο που χρησιμοποιούσε όλη η οικογένεια. Είχε προκύψει ότι περισσότερο το χρησιμοποιούσαν οι άνδρες από ότι τις γυναίκες. Τα αγόρια από ότι τα κορίτσια. Είχαν βγει και τα πρώτα videogames σε κονσόλες. Όλα αυτά είναι στη δεκαετία του '90.
Ο χώρος των πολιτισμικών σπουδών αγκάλιασε την τεχνολογία, προσδιόρισε τι είναι, το πώς τη χρησιμοποιούσε ο κόσμος. Οι ερευνητές μιλούσαν με τα ακροατήρια για να δουν τι ευχαρίστηση παίρνουν οι άνθρωποι από αυτήν την ενασχόληση. Τι νόημα του δίνουν. Ένα μεγάλο κομμάτι ήταν η νοηματοδότηση του περιεχομένου και της τεχνολογίας”. Τι αγαπάς, γιατί το αγαπάς, τι σου προσφέρει κλπ.
Υπάρχει προκατάληψη από συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις, με κλινικο-ιατρικό περίβλημα για το πώς και το πόσο πρέπει να χρησιμοποιείς τις τεχνολογίες
Το 2000 φτάνει και το διαδίκτυο. Από όσα είχα ακούσει, είχα καταλήξει στο ότι αυτό που ζούμε τη σήμερον ημέρα είναι κάτι που ζει ο πλανήτης από την πρώτη τεχνολογική εξέλιξη. Πάντα η αρχική αντίδραση σε οτιδήποτε νέο που ήταν διαθέσιμο σε όλους, ήταν το σοκ. Αυτό εκφραζόταν κατ' αρχάς με ακραία μέτρα και μετά το όποιο στοιχείο ενσωματωνόταν στην καθημερινότητα, για να προκύψει κάτι νέο, νέο σοκ και ούτω καθ' εξής.
"Πάντα υπήρχε προκατάληψη απέναντι στις νέες τεχνολογίες και την pop κουλτούρα. Προκατάληψη που έχουν κάποιες κοινωνικές τάξεις, συνήθως αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις, που πιστεύουν ότι είναι καλύτεροι από κάποιους άλλους, οι οποίοι μάλιστα συνήθως έχουν και ένα κλινικό-ιατρικό στάτους (το “να ορίστε, το λένε και οι γιατροί”) που δείχνει ότι κάποιες ενασχολήσεις είναι καθόλα πιο άξιες και ποιοτικές, από κάποιες άλλες. Το να περνάς κάποιες ώρες –ή πόσες ώρες- στον υπολογιστή ή στο κινητό, είναι κατακριτέο γιατί θεωρείται πως χάνεις τον έλεγχο, ότι εξαρτάσαι από αυτό και άρα πρέπει να πας σε κλινική απεξάρτησης”.
Έχετε ακούσει γονιό να πηγαίνει το παιδί για αποτοξίνωση απο το σκάκι;
Όλα αυτά σημαίνουν πως οι λεγόμενοι ‘ειδικοί’ έχουν παθολογικοποιήσει μια συγκεκριμένη κατανάλωση του χρόνου που καταναλώνει κανείς ένα προϊόν της κουλτούρας. “Έχετε ακούσει να πηγαίνει γονιός το παιδί του σε κλινική αποτοξίνωσης από το πιάνο; Ή από το σκάκι; Όχι. Το να παίζεις ώρες πιάνο και να διαβάζεις για το πιάνο είναι μια καθ' όλα άξια ασχολία. Αν είσαι όμως, πέντε ώρες στο κινητό, ο γονιός αναρωτιέται τι συμβαίνει. Θα σας πω το εξής: μπορεί να είναι όντως, πέντε ώρες στο κινητό και να μιλά με 50 διαφορετικά άτομα, επειδή δεν προλαβαίνει να βγει έξω.
Το κομμάτι της κοινωνικότητας το ζει μέσω του κινητού. Μπορεί ταυτόχρονα να βοηθά κάποιους συμμαθητές, κάποιους που είναι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση -τα λέω όπως είναι βγαλμένα από το σπίτι μου-, μπορεί να είναι στο διαδικτυακό σχολικό βιβλίο και να “κατεβάζει” ασκήσεις. Να του έχουν στείλει ασκήσεις ή σημειώσεις, σε περίπτωση που έλειπε, να ψάχνει στο λεξικό κάτι στα γαλλικά, να “κατεβάζει” φωτογραφίες για τη βιολογία που θα εκτυπώσει αργότερα, να ακούει μουσική. Όλα αυτά μπορεί να τα κάνει μαζί”.
Η παιδεία έχει να κάνει με το πώς χρησιμοποιείς το μέσο και το περιεχόμενο που μπορείς να “ανεβάσεις” σε αυτό
Ρώτησα αν τελικά, όλα εξαρτώνται από τον τρόπο που ο γονιός διαχειρίζεται την κάθε νέα τεχνολογία, σε επίπεδο ενημέρωσης των υπέρ και των κατά: αν πρέπει να απενοχοποιήσουμε τα Μέσα και να δημιουργήσουμε παράλληλα μια ειλικρινή σχέση με το παιδί. Τη ρώτησα αν κατάλαβα καλά πως όλα ξεκινούν από το σπίτι. “Και το σχολείο” πρόσθεσε, πριν καταλήξει στο ότι καλό είναι να ενημερώσει ο γονιός πως “στη σημερινή κοινωνία, αν, για παράδειγμα, ανεβάσεις φωτογραφία με το στήθος έκθετο, αυτό θα σε συνοδεύει για όλη σου τη ζωή.
Δεύτερον, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κάποιον κακόβουλα, να εξευτελιστείς στο σχολείο ή αλλού, τρίτον αν είσαι μέσα σε σχέση και σου ζητούν τέτοιο υλικό, φρόντισε να προσέξεις τον εαυτό σου. Περισσότερο έχει να κάνει με το πώς η οικογένεια και το σχολείο μαθαίνει στο παιδί αξίες, όπως το να σέβεται τον εαυτό του και τον διπλανό του, να μην κάνει bullying: είναι διαφορετικό να εκφραστεί κάποιος με μια πιο απελευθερωμένη φωτογραφία, και αναφέρομαι στο sexting, και άλλο να γυρίσει μπούμερανγκ εναντίον σου’.
Καλό είναι οι γονείς και το σχολείο να τονίσουν πως ’’δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό, αλλά οφείλεις ασκήσεις αυτολογοκρισία, για να προστατέψεις τον εαυτό σου. Οπότε, καλύτερο είναι να μάθεις στο παιδί σου τις συνέπειες κάθε πράξης και πως ζητούμενο είναι να προστατεύσεις την ιδιωτικότητα σου και την αξιοπρέπεια σου, όπως και να μην κάνεις κακό σε κάποιον άλλον. Η παιδεία έχει να κάνει με το πώς χρησιμοποιείς το Μέσο και το περιεχόμενο που μπορείς να “ανεβάσεις” σε αυτό. Να αναγνωρίσεις πως κάποια περιεχόμενα μπορεί να είναι επιτρεπτά, αρκεί να σέβεσαι τον εαυτό σου και την ιδιωτικότητα σου. Δηλαδή, ως γονείς οφείλουμε να προετοιμάσουμε τα παιδιά μας, να τα ενημερώσουμε για ό,τι αφορά την όποια νέα τεχνολογία, να τα εκπαιδεύεις από μικρή ηλικία’’ και όχι να διαπιστώνεις πως υπάρχει πρόβλημα (πολλώ δε, εθισμός) στα 15.
*Η Λίζα Τσαλίκη είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έκανε τις μεταπτυχιακές της σπουδές (M.A. και D.Phil) ως κρατική υπότροφος στο Πανεπιστήμιο του Sussex. Στο διδακτορικό της μελέτησε το ρόλο της ελληνικής τηλεόρασης στην κατασκευή εθνικής ταυτότητας. Από το 2000 έως το 2002 ήταν Marie Curie Post Doctoral Fellow στο Radboud University της Nijmegen στην Ολλανδία ερευνώντας την ψηφιακή κοινωνία πολιτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
News247.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου