Ο 87χρονος κολομβιανός νομπελίστας ήταν ο πατριάρχης του
λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού - Αντιμετώπιζε το τελευταίο
διάστημα προβλήματα υγείας
Την τελευταία του πνοή άφησε σε ηλικία 87
ετών ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας κολομβιανός συγγραφέας,
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Εδώ και αρκετά χρόνια είχε αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή καθώς έπασχε από καρκίνο στους λεμφαδένες.
Στις 6 Μαρτίου έκλεισε τα 87 του χρόνια και με την ευκαιρία αυτή βγήκε για λίγα λεπτά από το σπίτι του για να χαιρετίσει τους φωτορεπόρτερ και τους δημοσιογράφους που είχαν συγκεντρωθεί απ' έξω.
Ο συγγραφέας του μνημειώδους μυθιστορήματος Εκατό χρόνια μοναξιά (1967) είχε νοσηλευθεί στις αρχές Απριλίου σε νοσοκομείο της Πόλης του Μεξικού με πνευμονία. Εδώ και αρκετά χρόνια είχε αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή. Είχε ασθενήσει από καρκίνο στους λεμφαδένες ενώ ο αδελφός του είχε ανακοινώσει πρόσφατα ότι έπασχε και από άνοια.
Η ζωή και το έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Γεννημένος το 1927 στην Αρακατάκα, ένα παραλιακό χωριό της Κολομβίας, έζησε τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του κοντά στους παππούδες του από τη μεριά της μητέρας του. Τον πατέρα του τον αντιπαθούσε, ενώ τη μητέρα του την πρωτοείδε όταν ήταν δέκα ετών και από το σοκ αυτό δεν συνήλθε ποτέ. Τα χρόνια της παιδικής ηλικίας κοντά στους παππούδες του ήταν το ορυχείο της μελλοντικής αφηγηματικής του έμπνευσης. Ο ίδιος έλεγε πως στη γραφή του προσπαθούσε να συνδυάσει το αφηγηματικό ύφος της γιαγιάς του, η οποία του έλεγε φανταστικές ιστορίες σαν να ήταν πραγματικές, και του Κάφκα. Εξαιρετικά σημαντική ήταν και η επίδραση του συνταγματάρχη παππού του ο οποίος ενέπνευσε πολλούς χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του. «Ημουν οκτώ ετών όταν πέθανε. Από τότε τίποτε σημαντικό δεν μου συνέβη» έλεγε ο Μάρκες. Υπήρξε όμως και φανατικός αναγνώστης από παιδί. Σε ηλικία οκτώ ετών διάβασε τις Χίλιες και μία νύχτες και ο κόσμος των βιβλίων ανήκε στο μεγάλο απόθεμα των αφηγήσεων που τον ακολουθούσαν σε όλη του τη ζωή.
Το 1947 άρχισε στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά σπουδές Νομικής και Πολιτικών Επιστημών. Τον ίδιο χρόνο η εφημερίδα Ελ Εσπεκταδόρ δημοσίευσε το πρώτο διήγημά του με τίτλο «Η τρίτη παραίτηση». Το 1948 μετακόμισε στην Καρταχένα των Δυτικών Ινδιών και άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Ελ Ουνιβερσάλ. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Αμερική και την Ευρώπη. Την πρώτη του νουβέλα Τα νεκρά φύλλα (1955) ακολούθησε η νουβέλα Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει (1961) και το μυθιστόρημα Κακιά ώρα (1962).
Εργαζόμενος περιστασιακά ως δημοσιογράφος, σεναριογράφος και κριτικός κινηματογράφου προσπαθούσε να βγάλει το ψωμί του τα πρώτα σαράντα χρόνια της ζωής του, τα οποία πέρασαν μέσα σε μεγάλες οικονομικές αγωνίες. Η τύχη του άλλαξε με την έκδοση, το 1967, του μυθιστορήματος που θα τον έκανε διάσημο σε όλον τον κόσμο, έχοντας ξεπεράσει ως τώρα σε πωλήσεις τα 50 εκατ. αντίτυπα, το Εκατό χρόνια μοναξιά. Το πώς γεννήθηκε στο μυαλό του η πρόταση από την οποία ξεπήδησε το μυθιστόρημα είχε αφηγηθεί ο ίδιος, με τον απαράμιλλο τρόπο του, σε συνεντεύξεις: «Είχαµε ξεκινήσει για διακοπές. Οδηγούσα το αυτοκίνητο στον δρόµο προς το Ακαπούλκο όταν σχηµατίστηκε στο µυαλό µου µια πρόταση. Έκανα επί τόπου στροφή, γύρισα στο σπίτι και άρχισα να γράφω».
Το μυθιστόρημα καθιέρωσε τον Μάρκες ως έναν από τους σημαντικούς πεζογράφους της ισπανικής γλώσσας – μάλιστα ο ομότεχνός του Κάρλος Φουέντες τον θεωρούσε τον δεύτερο μεγάλο συγγραφέα στην ισπανική μετά τον Θερβάντες. Αποτελεί κορυφαία μορφή της λατινοαμερικάνικης πεζογραφικής «γενιάς της έκρηξης» και υπήρξε ο πατριάρχης του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού. Έχει περάσει στην ιστορία της λογοτεχνίας ως ένας από τους μεγάλους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Το 1982 βραβεύθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του στα οποία το φανταστικό και το ρεαλιστικό παντρεύονται σε έναν πλούσιο, περίπλοκο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου».
Άλλα έργα: Το φθινόπωρο του Πατριάρχη (1975), Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου (1981), Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (1985), Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα (1992) και Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων (1994).
Ο Μάρκες συνδεόταν με δεσμούς φιλίας με τον Φιντέλ Κάστρο αλλά υποστήριζε ότι το μόνο επαναστατικό καθήκον του συγγραφέα είναι να γράφει όσο καλύτερα μπορεί.
Το 1999 διαγνώστηκε με καρκίνο στους λεμφαδένες. Στη διάρκεια της θεραπείας του πήρε την απόφαση να συντάξει την αυτοβιογραφία του. Τα επόμενα τρία χρόνια, όπως είπε σε συνεντεύξεις του, χάθηκε από προσώπου γης, σταμάτησε τα ταξίδια και τις δημόσιες εμφανίσεις, περιόρισε τις συναντήσεις με τους φίλους του και έγραφε πυρετωδώς. Το 2002 κυκλοφόρησαν τα απομνημονεύματά του των ετών 1927-1950, με τίτλο Ζω για να τη διηγούμαι. Στον τόμο αφηγείται τη ζωή των παιδικών και νεανικών του χρόνων ως τη στιγμή που έκανε πρόταση γάμου στη σύζυγό του Μερτσέντες, η οποία τον στήριξε με αφοσίωση σε όλη τη διάρκεια της κοινής τους ζωής.
Η συγγραφική σιωπή του μετά τις Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου (2004) είχε τροφοδοτήσει πολλά δημοσιεύματα τα οποία έκαναν λόγο για επιδείνωση της ασθένειάς του και άλλα προβλήματα υγείας, ορισμένα μάλιστα μιλούσαν ακόμη και για θάνατο του Μάρκες. Το 2012, μιλώντας σε φοιτητές στην Καρταχένα στην Κολομβία, ο αδελφός του Χάιμε είχε ανακοινώσει ότι ο «Γκάμπο», όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά η οικογένεια και οι φίλοι του, έπασχε από τη νόσο Αλτσχάιμερ.
Στις 6 Μαρτίου έκλεισε τα 87 του χρόνια και με την ευκαιρία αυτή βγήκε για λίγα λεπτά από το σπίτι του για να χαιρετίσει τους φωτορεπόρτερ και τους δημοσιογράφους που είχαν συγκεντρωθεί απ' έξω.
Ο συγγραφέας του μνημειώδους μυθιστορήματος Εκατό χρόνια μοναξιά (1967) είχε νοσηλευθεί στις αρχές Απριλίου σε νοσοκομείο της Πόλης του Μεξικού με πνευμονία. Εδώ και αρκετά χρόνια είχε αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή. Είχε ασθενήσει από καρκίνο στους λεμφαδένες ενώ ο αδελφός του είχε ανακοινώσει πρόσφατα ότι έπασχε και από άνοια.
Η ζωή και το έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Γεννημένος το 1927 στην Αρακατάκα, ένα παραλιακό χωριό της Κολομβίας, έζησε τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του κοντά στους παππούδες του από τη μεριά της μητέρας του. Τον πατέρα του τον αντιπαθούσε, ενώ τη μητέρα του την πρωτοείδε όταν ήταν δέκα ετών και από το σοκ αυτό δεν συνήλθε ποτέ. Τα χρόνια της παιδικής ηλικίας κοντά στους παππούδες του ήταν το ορυχείο της μελλοντικής αφηγηματικής του έμπνευσης. Ο ίδιος έλεγε πως στη γραφή του προσπαθούσε να συνδυάσει το αφηγηματικό ύφος της γιαγιάς του, η οποία του έλεγε φανταστικές ιστορίες σαν να ήταν πραγματικές, και του Κάφκα. Εξαιρετικά σημαντική ήταν και η επίδραση του συνταγματάρχη παππού του ο οποίος ενέπνευσε πολλούς χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του. «Ημουν οκτώ ετών όταν πέθανε. Από τότε τίποτε σημαντικό δεν μου συνέβη» έλεγε ο Μάρκες. Υπήρξε όμως και φανατικός αναγνώστης από παιδί. Σε ηλικία οκτώ ετών διάβασε τις Χίλιες και μία νύχτες και ο κόσμος των βιβλίων ανήκε στο μεγάλο απόθεμα των αφηγήσεων που τον ακολουθούσαν σε όλη του τη ζωή.
Το 1947 άρχισε στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά σπουδές Νομικής και Πολιτικών Επιστημών. Τον ίδιο χρόνο η εφημερίδα Ελ Εσπεκταδόρ δημοσίευσε το πρώτο διήγημά του με τίτλο «Η τρίτη παραίτηση». Το 1948 μετακόμισε στην Καρταχένα των Δυτικών Ινδιών και άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Ελ Ουνιβερσάλ. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Αμερική και την Ευρώπη. Την πρώτη του νουβέλα Τα νεκρά φύλλα (1955) ακολούθησε η νουβέλα Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει (1961) και το μυθιστόρημα Κακιά ώρα (1962).
Εργαζόμενος περιστασιακά ως δημοσιογράφος, σεναριογράφος και κριτικός κινηματογράφου προσπαθούσε να βγάλει το ψωμί του τα πρώτα σαράντα χρόνια της ζωής του, τα οποία πέρασαν μέσα σε μεγάλες οικονομικές αγωνίες. Η τύχη του άλλαξε με την έκδοση, το 1967, του μυθιστορήματος που θα τον έκανε διάσημο σε όλον τον κόσμο, έχοντας ξεπεράσει ως τώρα σε πωλήσεις τα 50 εκατ. αντίτυπα, το Εκατό χρόνια μοναξιά. Το πώς γεννήθηκε στο μυαλό του η πρόταση από την οποία ξεπήδησε το μυθιστόρημα είχε αφηγηθεί ο ίδιος, με τον απαράμιλλο τρόπο του, σε συνεντεύξεις: «Είχαµε ξεκινήσει για διακοπές. Οδηγούσα το αυτοκίνητο στον δρόµο προς το Ακαπούλκο όταν σχηµατίστηκε στο µυαλό µου µια πρόταση. Έκανα επί τόπου στροφή, γύρισα στο σπίτι και άρχισα να γράφω».
Το μυθιστόρημα καθιέρωσε τον Μάρκες ως έναν από τους σημαντικούς πεζογράφους της ισπανικής γλώσσας – μάλιστα ο ομότεχνός του Κάρλος Φουέντες τον θεωρούσε τον δεύτερο μεγάλο συγγραφέα στην ισπανική μετά τον Θερβάντες. Αποτελεί κορυφαία μορφή της λατινοαμερικάνικης πεζογραφικής «γενιάς της έκρηξης» και υπήρξε ο πατριάρχης του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού. Έχει περάσει στην ιστορία της λογοτεχνίας ως ένας από τους μεγάλους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Το 1982 βραβεύθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του στα οποία το φανταστικό και το ρεαλιστικό παντρεύονται σε έναν πλούσιο, περίπλοκο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου».
Άλλα έργα: Το φθινόπωρο του Πατριάρχη (1975), Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου (1981), Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (1985), Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα (1992) και Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων (1994).
Ο Μάρκες συνδεόταν με δεσμούς φιλίας με τον Φιντέλ Κάστρο αλλά υποστήριζε ότι το μόνο επαναστατικό καθήκον του συγγραφέα είναι να γράφει όσο καλύτερα μπορεί.
Το 1999 διαγνώστηκε με καρκίνο στους λεμφαδένες. Στη διάρκεια της θεραπείας του πήρε την απόφαση να συντάξει την αυτοβιογραφία του. Τα επόμενα τρία χρόνια, όπως είπε σε συνεντεύξεις του, χάθηκε από προσώπου γης, σταμάτησε τα ταξίδια και τις δημόσιες εμφανίσεις, περιόρισε τις συναντήσεις με τους φίλους του και έγραφε πυρετωδώς. Το 2002 κυκλοφόρησαν τα απομνημονεύματά του των ετών 1927-1950, με τίτλο Ζω για να τη διηγούμαι. Στον τόμο αφηγείται τη ζωή των παιδικών και νεανικών του χρόνων ως τη στιγμή που έκανε πρόταση γάμου στη σύζυγό του Μερτσέντες, η οποία τον στήριξε με αφοσίωση σε όλη τη διάρκεια της κοινής τους ζωής.
Η συγγραφική σιωπή του μετά τις Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου (2004) είχε τροφοδοτήσει πολλά δημοσιεύματα τα οποία έκαναν λόγο για επιδείνωση της ασθένειάς του και άλλα προβλήματα υγείας, ορισμένα μάλιστα μιλούσαν ακόμη και για θάνατο του Μάρκες. Το 2012, μιλώντας σε φοιτητές στην Καρταχένα στην Κολομβία, ο αδελφός του Χάιμε είχε ανακοινώσει ότι ο «Γκάμπο», όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά η οικογένεια και οι φίλοι του, έπασχε από τη νόσο Αλτσχάιμερ.
tovima.gr Κουζέλη Λαμπρινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου