«Το πιο επικίνδυνο βιβλίο». Η λογοκρισία, το λαθρεμπόριο και ο θρίαμβος
Είναι καλοκαίρι του 1933. Ένας άνδρας ταξιδεύει από την Ευρώπη στις ΗΠΑ
με το πλοίο Aquitania. Στη βαλίτσα του έχει το αντίγραφο ενός
απαγορευμένου στις ΗΠΑ βιβλίου.
Αποβιβάζεται στη Νέα Υόρκη και
ετοιμάζεται να περάσει από τελωνειακό έλεγχο. Καθώς όμως δεν κινεί
υποψίες, οι υπεύθυνοι θέλουν να τον αφήσουν να περάσει χωρίς να ελέγξουν
τις αποσκευές του. Ο ίδιος όμως επιμένει! Θέλει να ελέγξουν το
περιεχόμενο των αποσκευών του. Τελικά, οι τελωνειακοί του κάνουν τη
χάρη. Και πάλι όμως δεν βρίσκουν κάτι το αξιόλογο μεταξύ των
αντικειμένων που μεταφέρει. Ο άνδρας φαίνεται να απελπίζεται και
παράλληλα να χάνει την ψυχραιμία του. Επιμένει πως το βιβλίο που βρέθηκε
στις αποσκευές του πρέπει να κατασχεθεί, αλλά οι τελωνειακοί δεν
φαίνονται διατεθειμένοι να τον διευκολύνουν. Τελικά ζητά να δει τον
προϊστάμενο. Οι διαπληκτισμοί συνεχίζονται μέχρι που τελικά αποφασίζεται
η κατάσχεση του βιβλίου που δεν είναι άλλο από το «Οδυσσέας» του Ιρλανδού, James Joyce.
«Το πιο επικίνδυνο βιβλίο»
Το γιατί και πως εξηγούνται από τον συγγραφέα και ιστορικό της λογοτεχνίας, Kevin Birmingham στο «Πιο επικίνδυνο βιβλίο: Η μάχη για τον Οδυσσέα του James Joyce».
Αν και το βιβλίο δεν έχει ακόμη
μεταφραστεί στα ελληνικά, αρκετά ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την
«οδύσσεια» του κορυφαίου έργου του James Joyce βρίσκουμε σε σχετικό
άρθρο του Lucas Adams το οποίο φιλοξενείται στην ιστοσελίδα mentalfloss.com.
O πολυμήχανος δημοσιογράφος και η λογοκρισία
Ο
Bennett Cerf ήταν 35 ετών το 1933 και γόνος αστικής οικογένειας της
Νέας Υόρκης. Είχε πάθος με τη λογοτεχνία και είχε εργαστεί ως
δημοσιογράφος στη New York Herald Tribune. Με τα χρήματα που είχε
κληρονομήσει αποφάσισε να επενδύσει σε έναν εκδοτικό οίκο και στη
συνέχεια μαζί με τον παλιό συμφοιτητή του Donald Klopfer ίδρυσαν τον
εκδοτικό οίκο Random House, που έμελλε να μετατραπεί σε μια εκδοτική
αυτοκρατορία. Η έκδοση του «Οδυσσέα», στις ΗΠΑ αποτέλεσε για τον Cerf
ένα προσωπικό στοίχημα ενώ ο τρόπος που κατάφερε να «ξεγελάσει» τις
επιτροπές λογοκρισίας είναι ενδεικτικός όχι μόνο της ευρηματικότητάς
τους αλλά και του χιούμορ του.
Παρά τις απαγορεύσεις
βέβαια, αντίγραφα του βιβλίου ή μέρη αυτού κυκλοφορούσαν λαθραία και
συχνά κατάσχονταν στο Ταχυδρομείο ενώ όσοι τα διακινούσαν θησαυρίζουν σε
βάρος πάντα του άτυχου James Joyce.
Η συμφωνία με τον James Joyce
Ο
Cerf άρχισε να ενδιαφέρεται για το βιβλίο, το 1932, όταν άκουσε ένα
φίλο του δικηγόρο, τον Morris Ernst να εκφράζει τον αποτροπιασμό του για
την απόφαση απαγόρευση της κυκλοφορίας του. Ο Ernst μάλιστα ήταν και
μία από τις ηγετικές προσωπικότητες της Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών των
ΗΠΑ και άνδρας με μεγάλη επιρροή.
Λίγο καιρό αργότερα, ο Cerf
πρότεινε στο δικηγόρο να του πληρώσει ο Random House όλα τα δικαστικά
έξοδα και «πάνε» την υπόθεση στο δικαστήριο με στόχο να αρθεί η
απαγόρευση. Η αμοιβή του Ernst θα ήταν ένα γενναιόδωρο ποσοστό επί των
πωλήσεων που ήταν βέβαιο πως θα ήταν πολυάριθμες.
Ο Ernst συμφώνησε και έτσι ο δαιμόνιος εκδότης μετέβη στο Παρίσι προκειμένου να συναντήσει τον συγγραφέα, James Joyce.
Για το ραντεβού είχε μεσολαβήσει μια ακόμη ατρόμητη εκδότης η Sylvia
Beach του οίκου Shakespeare and Co. η οποία είχε καταφέρει να εκδώσει
το «Οδυσσέας» ήδη από το 1922. Ο Cerf εξασφάλισε τη συναίνεση του Joyce
για την έκδοση του βιβλίου στις ΗΠΑ και έτσι ξεκίνησε και επίσημα ο
αγώνας κατά τις λογοκρισίας.
Η «παγίδα» του Cerf
Επιστρέφοντας
στις ΗΠΑ άρχισε τις συζητήσεις με το δικηγόρο του για την τακτική που
θα πρέπει να ακολουθήσουν. Το ενδεχόμενο θα εκδοθεί πρώτα το βιβλίο και
μετά να δώσουν τη δικαστική μάχη είχε αποκλειστεί, καθώς ο εκδοτικός
οίκος που ήταν ακόμη «μικρός» θα κινδύνευε να χρεοκοπήσει εάν τυχόν
χανόταν η υπόθεση.
Αντ’ αυτού λοιπόν ο Ernst πρότεινε πριν
εκδοθεί το βιβλίο, να φροντίσουν να κατασχεθεί ένα αντίτυπο στα
αμερικανικά τελωνεία και η υπόθεση να εισαχθεί αυτομάτως στο δικαστήριο.
Η διαφορά βέβαια με όλες τις άλλες αντίστοιχες υποθέσεις θα ήταν πως
σε αυτό το αντίτυπο θα υπήρχε πλήθος θετικών κριτικών από κορυφαίες
προσωπικότητες της εποχής, όπως του ποιητή Ezra Pound και του Ford Madox
Ford επίσης ποιητή και συγγραφέα. Η τελευταία «πινελιά» ήταν ο
κατάλληλος δικαστής. Οι δύο άνδρες φρόντισαν ώστε η υπόθεση να
«προσγειωθεί» στην έδρα ενός εραστή της λογοτεχνίας.
Η απόφαση - σταθμός
Η
υπόθεση εισήχθη στο δικαστήριο το φθινόπωρο του 1933 και στην έδρα ήταν
ο φιλότεχνός δικαστής Woolsey. Αν και παραδέχθηκε πως το «Οδυσσέας»
είναι ένα ιδιαίτερο- για την εποχή του τουλάχιστον- ανάγνωσμα και χωρίς
να παραγνωρίζει την κριτική που του είχε ασκηθεί, αποφάνθηκε σε κάθε
περίπτωση πως είναι ένα έργο τέχνης στο οποίο ο ίδιος δεν διέκρινε καμία
«χυδαιότητα». «Κάθε λέξη του βιβλίου συνεισφέρει σαν μια ψηφίδα σε ένα
μωσαϊκό, προσθέτοντας μια λεπτομέρεια στην εικόνα που ο Joyce προσπαθεί
να δομήσει για τους αναγνώστες του».
Η
απόφαση χαρακτηρίστηκε ως «ένα σοβαρό χτύπημα στη λογοκρισία»,
δημιουργώντας νομολογία και έπαιξε σημαντικό ρόλο και σε άλλες υποθέσεις
όπως για το βιβλίο «Ο τροπικός του Καρκίνου» του Henry Miller αλλά και
για το «Κραυγή» του Allen Ginsburg, τις δεκαετίες του ΄50 και του ’60.
Ο Cerf ξεκίνησε αμέσως την έκδοση του βιβλίου- στην οποία περιέλαβε
το κείμενο της δικαστικής απόφασης- και ο θρίαμβος που ακολούθησε πλέον
και σε επίπεδο πωλήσεων εκτόξευσε τον Random House στην κορυφή. Ειδική
αναφορά στο «Οδυσσέας» υπάρχει και στην ιστοσελίδα του ενώ ο πολυμήχανος εκδότης δεν εγκατέλειψε ποτέ τη μάχη κατά της λογοκρισίας.
Ο δε άτυχος και κατατρεγμένος James Joyce κατάφερε επιτέλους να γευθεί τους καρπούς του έργου του.
huffingtonpost.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου