Ανοιχτό το παράθυρο για μονιμοποίηση των συμβασιούχων που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ακόμα και μετά τη συνταγματική
απαγόρευση του 2001, εκτιμούν νομικοί πώς αφήνει το σκεπτικό της ιστορικής, όπως χαρακτηρίστηκε, απόφασης υπ΄ αριθμόν 7/2011 της διευρυμένης Ολομέλειας του Αρείου Πάγου σχετικά με την υπόθεση των καθαριστριών συμβασιούχων του ΟΠΑΠ.
Η απόφαση αυτή ξεκάθαρα ανοίγει το δρόμο για τη μονιμοποίηση χιλιάδων συμβασιούχων προ του 2001 στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όμως ο εκ των νομικών παραστατών των συμβασιούχων Χρ. Νικολουτσόπουλος θεωρεί πως το σκεπτικό των 20 πλειοψηφούντων αρεοπαγιτών «διατηρεί ζωντανό συνολικά το θέμα των συμβασιούχων στα δικαστήρια, ενώ παραμένει ανοιχτό να συγκληθεί και νέα Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για το θέμα ώστε να σκεφθεί και γύρω από τη συνταγματική απαγόρευση του 2001».
Η πολυσέλιδη απόφαση του δικαστηρίου δημοσιεύθηκε αργά το μεσημέρι της Τετάρτης και σε αυτή η πλειοψηφία (26-20) του Αρείου Πάγου αναφέρεται και σε τρία βασικά ζητήματα, τα οποία αποτελούσαν πάγια αιτήματα των συμβασιούχων:
- Ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σύμβασης εργασίας γίνεται από τα δικαστήρια και όχι από το νομοθέτη, γεγονός που σημαίνει πως τα δικαστήρια είναι μόνα αρμόδια να κρίνουν το θέμα των συμβασιούχων. Κοινώς οι ελπίδες είναι ανοιχτές.
- Ότι διατηρείται εν ισχύ ο βασικός νόμος για τις συμβάσεις εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις 2112/20 ο οποίος, όπως αναφέρεται, κατά την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου «αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου με πληρέστερη προστασία και από τη μεταγενέστερη Κοινοτική Οδηγία εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και διαρκείς ανάγκες της υπηρεσίας».
- ότι προσεγγίζει εμμέσως το θέμα της συνταγματικής απαγόρευσης του 2001 για μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, αφού οι συμβάσεις του ΟΠΑΠ με τις καθαρίστριες καταρτίζονταν και μετά τη συνταγματική απαγόρευση:
«...οι ενάγουσες καθαρίστριες προσλήφθηκαν το ΄90 και ΄91 με ημερήσιες συμβάσεις και το ΄95-΄97 όταν μειώθηκε το πενθήμερο ωράριο εργασίας τους σε τέσσερις και σε τρεις ημέρες υπέβαλαν αγωγή για αναγνώριση των συμβάσεών τους ως αορίστου χρόνου και για διαφορές αποδοχών. Οι επίμαχες διαδοχικές σχέσεις (λόγω μη έγκυρης κατάρτισης συμβάσεως) εργασίας των εναγουσών είχαν προσλάβει ήδη ενιαία, κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση και το αντικείμενό της, τον χαρακτήρα σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ΄ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον από τη φύση τους κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, ο δε καθορισμός της ημερήσιας διάρκειάς τους εξακολουθητικά δεν δικαιολογείται από τη φύση τους αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους από τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος του εναγομένου να ρυθμίζει τη διάρκεια εργασίας με βάση σχετικές ρυθμίσεις του Εσωτερικού του Κανονισμού...».
capital.gr, του Παναγιώτη Στάθη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου